σχαστήριο

σχαστήριο
το / σχαστήριον, ΝΜ
νεοελλ.
ναυτ. τετραγωνικό, ξύλινο ή μεταλλικό, τεμάχιο που διαπερνά το επιστήλιο κοντά στη βάση του και τό συγκρατεί στο θωράκιο, κν. κασκαβάλι
μσν.
είδος χειρουργικού μαχαιριδίου, νυστέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. κοπανισ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχαστήριο — το ιατρικό εργαλείο, φλεβοτόμος, νυστέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κασκαβάλι — το 1. κασέρι 2. ναυτ. α) είδος μεταλλικής περόνης που συγκρατεί το καρφί, εφηλίδα β) το σχαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaşkaval ή ιταλ. cacio cavallo] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”